- λακκόπεδον
- λακκόπεδον, τό, der Hodensack
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] … Dictionary of Greek
λακκόπεδον — scrotum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακκόπεδα — λακκόπεδον scrotum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek